- γαστρεντερικός
- η , ό[ν] еж. γαστροεντερικός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαστρεντερικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη γαστέρα (το στομάχι) και τα έντερα 2. φρ. α) «γαστρεντερικός σωλήνας» ο πεπτικός σωλήνας θ) «γαστρεντερικές ορμόνες» ορμόνες που εκκρίνονται από τον βλεννογόνο τού γαστρεντερικού σωλήνα και διεγείρουν ή… … Dictionary of Greek
γαστρεντερικός σωλήνας — Μέρος του πεπτικού συστήματος που αποτελείται από το στόμα, τον οισοφάγο, το στομάχι, το λεπτό και το παχύ έντερο … Dictionary of Greek
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek